παρατείνομαι

παρατείνομαι
παρατείνομαι, παρατάθηκα, παρατεταμένος βλ. πίν. 188
——————
Σημειώσεις:
παρατείνομαι : η μτχ. παρατεταμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο ( μεγάλης διάρκειας, π.χ. παρατεταμένη σιωπή).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δηθύνω — (Α) [δηθά] 1. χρονοτριβώ, καθυστερώ 2. (για ασθένειες) παρατείνομαι 3. «οὔασι δηθύνω» βαριακούω …   Dictionary of Greek

  • επιτείνω — (AM ἐπιτείνω) [τείνω] 1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.) αρχ. 1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα… …   Dictionary of Greek

  • μάκρος — ους και ου, το (AM μάκρος) η μακρότητα, το μήκος, η έκταση ενός αντικειμένου στην οριζόντια διάστασή του («το μάκρος τού δρόμου») νεοελλ. 1. η επιμήκυνση, το μάκρεμα 2. χρονική παράταση, μεγάλη διάρκεια 3. απομάκρυνση («μη μπορώντας να βαστά το… …   Dictionary of Greek

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

  • μακροημερεύω — (AM μακροημερεύω [μακροήμερος] ζω πολλά χρόνια μσν. 1. (μτβ.) δίνω μακροζωία 2. καθυστερώ κάποιον 3. παρατείνομαι, χρονίζω …   Dictionary of Greek

  • παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… …   Dictionary of Greek

  • παρατραβώ — 1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω 2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά 3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, η, ο (και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”